- απριόρι
- (λ. λατιν.), από τα πριν, χωρίς να παίρνεται υπόψη η εμπειρία: Οι απόψεις σου στηρίζονται σε συλλογισμούς απριόρι (αντίθ. αποστεριόρι).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απριόρι — (a priori). Λατινική έκφραση (= εκ των προτέρων), διεθνώς πολιτογραφημένη ως φιλοσοφικός και γενικότερα θεωρητικός όρος. Ο όρος σημαίνει «ξεκινώντας από αυτό που υπάρχει πριν» και είναι αντίθετος του a posteriori («ξεκινώντας από αυτό που έρχεται … Dictionary of Greek
συνθετικός — ή, ό / συνθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθετος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνθεση ή ο ικανός και έμπειρος στη σύνθεση (α. «συνθετική μέθοδος» μια από τις κυριότερες μεθόδους διδασκαλίας β. «συνθετικός νους» γ. «φαντασία συνθετική», Στωικ.) 2 … Dictionary of Greek
αποστεριόρι — (λ. λατ.), από τα ύστερα (αντίθ. απριόρι): Πραγματική αξία έχουν μόνο οι συλλογισμοί αποστεριόρι (οι συλλογισμοί δηλ. που στηρίζονται στα δοσμένα της εμπειρίας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)